αρέζω
Смотреть что такое "αρέζω" в других словарях:
αρέσω — και αρέζω άρεσα, μτχ. παθ. ενεστ. αρεσούμενος, γίνομαι ή είμαι αρεστός, ευχάριστος, δημοφιλής: Μου άρεσε η απάντηση που του έδωσες. – Τ αρεσούμενο τ ανθρώπου, το καλύτερο του κόσμου (ό,τι μας αρέσει, αυτό είναι το καλύτερο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)